Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναχώνευση οι αναχωνεύσεις
      γενική της αναχώνευσης* των αναχωνεύσεων
    αιτιατική την αναχώνευση τις αναχωνεύσεις
     κλητική αναχώνευση αναχωνεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναχωνεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναχώνευση < αρχαία ελληνική ἀναχώνευσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναχώνευση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία