Ετυμολογία

επεξεργασία
λειώνω < μεσαιωνική ελληνική λιώνω < αρχαία ελληνική λειόω / λειῶ (κάνω λείο) < λεῖος

λειώνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία