αχωνεψιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αχωνεψιά | οι | αχωνεψιές |
γενική | της | αχωνεψιάς | των | αχωνεψιών |
αιτιατική | την | αχωνεψιά | τις | αχωνεψιές |
κλητική | αχωνεψιά | αχωνεψιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααχωνεψιά θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) το να μην χωνεύεις κάτι (ή κάποιον)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αχωνεψιά
|