κακοχώνευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακοχώνευτος < κακοχωνεύω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
κακοχώνευτος
- (κυριολεκτικά) που χωνεύται με δυσκολία
- (μεταφορικά) που δεν τον ανέχεται κάποιος εύκολα
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακοχώνευτος
|