↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοχώνευτος η καλοχώνευτη το καλοχώνευτο
      γενική του καλοχώνευτου της καλοχώνευτης του καλοχώνευτου
    αιτιατική τον καλοχώνευτο την καλοχώνευτη το καλοχώνευτο
     κλητική καλοχώνευτε καλοχώνευτη καλοχώνευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοχώνευτοι οι καλοχώνευτες τα καλοχώνευτα
      γενική των καλοχώνευτων των καλοχώνευτων των καλοχώνευτων
    αιτιατική τους καλοχώνευτους τις καλοχώνευτες τα καλοχώνευτα
     κλητική καλοχώνευτοι καλοχώνευτες καλοχώνευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλοχώνευτος < καλοχωνεύω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

καλοχώνευτος

  1. (κυριολεκτικά) που χωνεύται με ευκολία
  2. (μεταφορικά) που τον ανέχεται κάποιος εύκολα
     συνώνυμα: υποφερτός

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία