κακοχωνεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακακοχωνεύω (παθητική φωνή κακοχωνεύομαι)
- (κυριολεκτικά) δεν χωνεύω καλά (κάποια τροφή), έχω δυσπεψία
- (μεταφορικά) δεν αφομοιώνω καλά
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κακοχωνεμένος
- κακοχώνευτα
- κακοχώνευτος
- → δείτε τις λέξεις κακός, χωνεύω και χωνί
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κακοχωνεύω | κακοχώνευα | θα κακοχωνεύω | να κακοχωνεύω | κακοχωνεύοντας | |
β' ενικ. | κακοχωνεύεις | κακοχώνευες | θα κακοχωνεύεις | να κακοχωνεύεις | κακοχώνευε | |
γ' ενικ. | κακοχωνεύει | κακοχώνευε | θα κακοχωνεύει | να κακοχωνεύει | ||
α' πληθ. | κακοχωνεύουμε | κακοχωνεύαμε | θα κακοχωνεύουμε | να κακοχωνεύουμε | ||
β' πληθ. | κακοχωνεύετε | κακοχωνεύατε | θα κακοχωνεύετε | να κακοχωνεύετε | κακοχωνεύετε | |
γ' πληθ. | κακοχωνεύουν(ε) | κακοχώνευαν κακοχωνεύαν(ε) |
θα κακοχωνεύουν(ε) | να κακοχωνεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κακοχώνεψα | θα κακοχωνέψω | να κακοχωνέψω | κακοχωνέψει | ||
β' ενικ. | κακοχώνεψες | θα κακοχωνέψεις | να κακοχωνέψεις | κακοχώνεψε | ||
γ' ενικ. | κακοχώνεψε | θα κακοχωνέψει | να κακοχωνέψει | |||
α' πληθ. | κακοχωνέψαμε | θα κακοχωνέψουμε | να κακοχωνέψουμε | |||
β' πληθ. | κακοχωνέψατε | θα κακοχωνέψετε | να κακοχωνέψετε | κακοχωνέψτε | ||
γ' πληθ. | κακοχώνεψαν κακοχωνέψαν(ε) |
θα κακοχωνέψουν(ε) | να κακοχωνέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κακοχωνέψει | είχα κακοχωνέψει | θα έχω κακοχωνέψει | να έχω κακοχωνέψει | ||
β' ενικ. | έχεις κακοχωνέψει | είχες κακοχωνέψει | θα έχεις κακοχωνέψει | να έχεις κακοχωνέψει | ||
γ' ενικ. | έχει κακοχωνέψει | είχε κακοχωνέψει | θα έχει κακοχωνέψει | να έχει κακοχωνέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε κακοχωνέψει | είχαμε κακοχωνέψει | θα έχουμε κακοχωνέψει | να έχουμε κακοχωνέψει | ||
β' πληθ. | έχετε κακοχωνέψει | είχατε κακοχωνέψει | θα έχετε κακοχωνέψει | να έχετε κακοχωνέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν κακοχωνέψει | είχαν κακοχωνέψει | θα έχουν κακοχωνέψει | να έχουν κακοχωνέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κακοχωνεύω
|