Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ołówek
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Πολωνικά (pl)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
Πολωνικά
(pl)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ołówek
<
υποκοριστικό από τη λέξη
ołów
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ɔˈwuvɛk
/
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ołówek
(pl)
αρσενικό
το
μολύβι
(αντικείμενο που χρησιμοποιείται για γραφή)
Συγγενικά
επεξεργασία
ołów