Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μολυβδόβουλλο τα μολυβδόβουλλα
      γενική του μολυβδόβουλλου των μολυβδόβουλλων
    αιτιατική το μολυβδόβουλλο τα μολυβδόβουλλα
     κλητική μολυβδόβουλλο μολυβδόβουλλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μολυβδόβουλλο του Πατριάρχη Μιχαήλ Γ'

  Ετυμολογία επεξεργασία

μολυβδόβουλλο < μεσαιωνική ελληνική μολυβδόβουλλον < μόλυβδος + βούλλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μολυβδόβουλλο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία