Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μολυβδόβουλο τα μολυβδόβουλα
      γενική του μολυβδόβουλου των μολυβδόβουλων
    αιτιατική το μολυβδόβουλο τα μολυβδόβουλα
     κλητική μολυβδόβουλο μολυβδόβουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μολυβδόβουλο του Κοντοστέφανου, δούκα της Αντιόχειας

  Ετυμολογία επεξεργασία

μολυβδόβουλο → δείτε τη λέξη μολυβδόβουλλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μολυβδόβουλο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία