plumbo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plumbo | plumboj |
αιτιατική | plumbon | plumbojn |
plumbo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plumbo | plumboj |
αιτιατική | plumbon | plumbojn |
plumbo (eo)