Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η μολυβδόχρους το μολυβδόχρουν
      γενική του/της μολυβδόχρου του μολυβδόχρου
    αιτιατική τον/τη μολυβδόχρου το μολυβδόχρουν
     κλητική μολυβδόχρους* μολυβδόχρουν*
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μολυβδόχροες τα μολυβδόχροα
      γενική των μολυβδοχρόων των μολυβδοχρόων
    αιτιατική τους/τις μολυβδόχροες τα μολυβδόχροα
     κλητική μολυβδόχροες μολυβδόχροα
* Η κλητική πτώση, σπάνια.
Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος.
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μολυβδόχρους < μόλυβδ(ος) + -ό- + -χρους

  Επίθετο επεξεργασία

μολυβδόχρους, -ους, -ουν

  Μεταφράσεις επεξεργασία