↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μολυβδίαση οι μολυβδιάσεις
      γενική της μολυβδίασης* των μολυβδιάσεων
    αιτιατική τη μολυβδίαση τις μολυβδιάσεις
     κλητική μολυβδίαση μολυβδιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μολυβδιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μολυβδίαση < μόλυβδος + -ίαση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική lead poisoning / plumbism[1])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mo.liˈvði.a.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐λυ‐βδί‐α‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μολυβδίαση θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία