-ίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -ίαση | οι | -ιάσεις |
γενική | της | -ίασης* | των | -ιάσεων |
αιτιατική | τη(ν) | -ίαση | τις | -ιάσεις |
κλητική | -ίαση | -ιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, -ιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ίαση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -ία(σις) + -ση[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈi.a.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ί‐α‐ση
Επίθημα
επεξεργασία-ίαση θηλυκό
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-ίαση" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -ίαση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)