Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μολυβδούχος η μολυβδούχα το μολυβδούχο
      γενική του μολυβδούχου της μολυβδούχας του μολυβδούχου
    αιτιατική τον μολυβδούχο τη μολυβδούχα το μολυβδούχο
     κλητική μολυβδούχε μολυβδούχα μολυβδούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μολυβδούχοι οι μολυβδούχες τα μολυβδούχα
      γενική των μολυβδούχων των μολυβδούχων των μολυβδούχων
    αιτιατική τους μολυβδούχους τις μολυβδούχες τα μολυβδούχα
     κλητική μολυβδούχοι μολυβδούχες μολυβδούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μολυβδούχος < μόλυβδος + -ούχος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική plombifère[1])

  Επίθετο επεξεργασία

μολυβδούχος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία