Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μολυβδοκόνδυλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μολυβδοκόνδυλ
ο
τα
μολυβδοκόνδυλ
α
γενική
του
μολυβδοκόνδυλ
ου
των
μολυβδοκόνδυλ
ων
αιτιατική
το
μολυβδοκόνδυλ
ο
τα
μολυβδοκόνδυλ
α
κλητική
μολυβδοκόνδυλ
ο
μολυβδοκόνδυλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μολυβδοκόνδυλο
<
μόλυβδος
+
-ο-
+
κονδύλι
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μολυβδοκόνδυλο
ουδέτερο
άλλη μορφή
του
μολυβοκόντυλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μολυβδοκόνδυλο
→
δείτε
τη λέξη
μολυβοκόντυλο