Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θαλλιούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θαλλιούχ
ος
η
θαλλιούχ
α
το
θαλλιούχ
ο
γενική
του
θαλλιούχ
ου
της
θαλλιούχ
ας
του
θαλλιούχ
ου
αιτιατική
τον
θαλλιούχ
ο
τη
θαλλιούχ
α
το
θαλλιούχ
ο
κλητική
θαλλιούχ
ε
θαλλιούχ
α
θαλλιούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θαλλιούχ
οι
οι
θαλλιούχ
ες
τα
θαλλιούχ
α
γενική
των
θαλλιούχ
ων
των
θαλλιούχ
ων
των
θαλλιούχ
ων
αιτιατική
τους
θαλλιούχ
ους
τις
θαλλιούχ
ες
τα
θαλλιούχ
α
κλητική
θαλλιούχ
οι
θαλλιούχ
ες
θαλλιούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θαλλιούχος
<
θάλλιο
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
θαλλιούχος, -α, -ο
(
χημεία
): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο
θαλλίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θαλλιούχος