↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδραργυρικός η υδραργυρική το υδραργυρικό
      γενική του υδραργυρικού της υδραργυρικής του υδραργυρικού
    αιτιατική τον υδραργυρικό την υδραργυρική το υδραργυρικό
     κλητική υδραργυρικέ υδραργυρική υδραργυρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδραργυρικοί οι υδραργυρικές τα υδραργυρικά
      γενική των υδραργυρικών των υδραργυρικών των υδραργυρικών
    αιτιατική τους υδραργυρικούς τις υδραργυρικές τα υδραργυρικά
     κλητική υδραργυρικοί υδραργυρικές υδραργυρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υδραργυρικός < υδράργυρος + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ðɾaɾ.ʝi.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐δραρ‐γυ‐ρι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

υδραργυρικός -ή -ό

  1. για ουσία που περιέχει ως συστατικό τον υδράργυρο
  2. για σύστημα ή συσκευή που περιέχει υδράργυρο για να λειτουργήσει
    υδραργυρικό βαρόμετρο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία