↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαρόμετρο τα βαρόμετρα
      γενική του βαρομέτρου
βαρόμετρου
των βαρομέτρων
    αιτιατική το βαρόμετρο τα βαρόμετρα
     κλητική βαρόμετρο βαρόμετρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαρόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική baromètre < αρχαία ελληνική βάρος (βαρό-) + -μετρο (μέτρον)
Η λέξη βαρόμετρον (καθαρεύουσα) μαρτυρείται από το 1799 [1] ή από το 1856 [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vaˈɾo.me.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐ρό‐με‐τρο
 
Σχηματική παράσταση βαρομέτρου με υδράργυρο.
 
Oικιακό βαρόμετρο του Goethe, το οποίο λειτουργεί με νερό.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαρόμετρο ουδέτερο

  1. (φυσική) ειδικό όργανο μέτρησης της ατμοσφαιρικής πίεσης
    ⮡  υδραργυρικό βαρόμετρο
  2. (μεταφορικά) καθετί που λαμβάνεται ως δείκτης των εξελίξεων
    ⮡  το πολιτικό βαρόμετρο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις βάρος και μέτρο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. σελ. 204, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου