barometer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
barometer | barometers |
barometer (en)
Αφρικάανς (af)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbarometer (af)
Δανικά (da)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbarometer (da)
Ινδονησιακά (id)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbarometer (id)
Νεονορβηγικά (nn)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbarometer (nn)
Νορβηγικά (no)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbarometer (no)
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbarometer (nl)
Συνώνυμα
επεξεργασία
Παπιαμέντο (pap)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbarometer
Σλοβακικά (sk)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbarometer (sk)
Σλοβενικά (sl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbarometer (sl)
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbarometer (sv)