ατμοσφαιρική πίεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ατμοσφαιρική πίεση | οι | ατμοσφαιρικές πιέσεις |
γενική | της | ατμοσφαιρικής πίεσης | των | ατμοσφαιρικών πιέσεων |
αιτιατική | την | ατμοσφαιρική πίεση | τις | ατμοσφαιρικές πιέσεις |
κλητική | ατμοσφαιρική πίεση | ατμοσφαιρικές πιέσεις | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ατμοσφαιρική πίεση < → δείτε τις λέξεις ατμοσφαιρικός και πίεση
Προφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαατμοσφαιρική πίεση θηλυκό
- (φυσική, μετεωρολογία) η πίεση που προκαλείται από το βάρος της ατμόσφαιρας πάνω από μία περιοχή
- ※ Ένας ισχυρός αντικυκλώνας, δηλαδή ένα πολύ υψηλό βαρομετρικό, που θα διαρκέσει έως τις 24 Ιανουαρίου, ξεκίνησε να σχηματίζεται στη Βορειοδυτική Ευρώπη την Κυριακή και η ατμοσφαιρική πίεση στο ύψος της μέσης στάθμης της θάλασσας προβλέπεται να φτάσει σε τιμές ρεκόρ, της τάξης τουλάχιστον των 1.050 hPa, ιδίως στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ιρλανδία. (Πόσο θα επηρεαστεί η Ελλάδα από τον αντικυκλώνα, εφημερίδα Τα Νέα, 20 Ιανουαρίου 2020)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ατμοσφαιρική πίεση
|