↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υδραργύρωμα τα υδραργυρώματα
      γενική του υδραργυρώματος των υδραργυρωμάτων
    αιτιατική το υδραργύρωμα τα υδραργυρώματα
     κλητική υδραργύρωμα υδραργυρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υδραργύρωμα < υδράργυρος + -ωμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υδραργύρωμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία