υδραργύρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υδραργύρωση | οι | υδραργυρώσεις |
γενική | της | υδραργύρωσης* | των | υδραργυρώσεων |
αιτιατική | την | υδραργύρωση | τις | υδραργυρώσεις |
κλητική | υδραργύρωση | υδραργυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδραργυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υδραργύρωση μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος στην καθαρεύουσα (ὑδραργύρωσις)[1]< απόδοση για τη γαλλική mercuration[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυδραργύρωση θηλυκό
- (χημεία) επίχριση ενός αντικειμένου με υδράργυρο
- (ιατρική) υδραργυρίαση
Μεταφράσεις
επεξεργασία υδραργύρωση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1025, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ὑδραργύρωσις σελ.7366 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)