υδραργυρίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υδραργυρίαση | οι | υδραργυριάσεις |
γενική | της | υδραργυρίασης* | των | υδραργυριάσεων |
αιτιατική | την | υδραργυρίαση | τις | υδραργυριάσεις |
κλητική | υδραργυρίαση | υδραργυριάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδραργυριάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υδραργυρίαση μαρτυρείται από το 1839 στην καθαρεύουσα (ὑδραργυρίασις)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική hydrargyria
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυδραργυρίαση θηλυκό
- (ιατρική) η αργή δηλητηρίαση από υδράργυρο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υδραργυρίαση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1025, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- ὑδραργυρίασις σελ.7365 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)