Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αργυρούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αργυρούχ
ος
η
αργυρούχ
α
το
αργυρούχ
ο
γενική
του
αργυρούχ
ου
της
αργυρούχ
ας
του
αργυρούχ
ου
αιτιατική
τον
αργυρούχ
ο
την
αργυρούχ
α
το
αργυρούχ
ο
κλητική
αργυρούχ
ε
αργυρούχ
α
αργυρούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αργυρούχ
οι
οι
αργυρούχ
ες
τα
αργυρούχ
α
γενική
των
αργυρούχ
ων
των
αργυρούχ
ων
των
αργυρούχ
ων
αιτιατική
τους
αργυρούχ
ους
τις
αργυρούχ
ες
τα
αργυρούχ
α
κλητική
αργυρούχ
οι
αργυρούχ
ες
αργυρούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αργυρούχος
<
άργυρος
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
αργυρούχος
, -α, -ο
(
χημεία
)
: χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο
αργύρου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αργυρούχος