Δείτε επίσης: Gümüş

Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

gümüş < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐰚𐰇𐰢𐱁 (kümüš, άργυρος)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɟyˈmyʃ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

gümüş (tr)

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. gümüş - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν