ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πυρομάχος τὸ πυρομάχον
      γενική τοῦ/τῆς πυρομάχου τοῦ πυρομάχου
      δοτική τῷ/τῇ πυρομάχ τῷ πυρομάχ
    αιτιατική τὸν/τὴν πυρομάχον τὸ πυρομάχον
     κλητική ! πυρομάχε πυρομάχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πυρομάχοι τὰ πυρομάχ
      γενική τῶν πυρομάχων τῶν πυρομάχων
      δοτική τοῖς/ταῖς πυρομάχοις τοῖς πυρομάχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πυρομάχους τὰ πυρομάχ
     κλητική ! πυρομάχοι πυρομάχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πυρομάχω τὼ πυρομάχω
      γεν-δοτ τοῖν πυρομάχοιν τοῖν πυρομάχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρομάχος < πῦρ + μάχη

  Επίθετο

επεξεργασία

πῠρομᾰ́χος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. ※  4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, De lapidibus, Fragment 2 Chapter 2 (2.2), @scaife.perseus
    Κατὰ δὴ τὴν πύρωσιν οἱ μὲν τήκονται καὶ ῥέουσιν ὥσπερ οἱ μεταλλευτοί. ῥεῖ γὰρ ἅμα τῷ ἀργύρῳ καὶ τῷ χαλκῷ καὶ σιδήρῳ καὶ ἡ λίθος ἡ ἐκ τούτων, εἴτʼ οὖν διὰ τὴν ὑγρότητα τῶν ἐνυπαρχόντων εἴτε καὶ διʼ αὐτούς. ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ πυρομάχοι καὶ οἱ μυλίαι ῥέουσιν οἷς ἐπιτιθέασιν οἱ καίοντες.