πυρομάχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | πυρομάχος | τὸ | πυρομάχον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | πυρομάχου | τοῦ | πυρομάχου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | πυρομάχῳ | τῷ | πυρομάχῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πυρομάχον | τὸ | πυρομάχον | ||
κλητική ὦ! | πυρομάχε | πυρομάχον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πυρομάχοι | τὰ | πυρομάχᾰ | ||
γενική | τῶν | πυρομάχων | τῶν | πυρομάχων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | πυρομάχοις | τοῖς | πυρομάχοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πυρομάχους | τὰ | πυρομάχᾰ | ||
κλητική ὦ! | πυρομάχοι | πυρομάχᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυρομάχω | τὼ | πυρομάχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πυρομάχοιν | τοῖν | πυρομάχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπῠρομᾰ́χος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- άλλη μορφή του πυριμάχος (στη νεότερη γραφή: πυρίμαχος)
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, De lapidibus, Fragment 2 Chapter 2 (2.2), @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- πυρομάχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.