↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρίμαχος η πυρίμαχη το πυρίμαχο
      γενική του πυρίμαχου της πυρίμαχης του πυρίμαχου
    αιτιατική τον πυρίμαχο την πυρίμαχη το πυρίμαχο
     κλητική πυρίμαχε πυρίμαχη πυρίμαχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρίμαχοι οι πυρίμαχες τα πυρίμαχα
      γενική των πυρίμαχων των πυρίμαχων των πυρίμαχων
    αιτιατική τους πυρίμαχους τις πυρίμαχες τα πυρίμαχα
     κλητική πυρίμαχοι πυρίμαχες πυρίμαχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρίμαχος < αρχαία ελληνική πυριμάχος < πῦρ + μάχομαι

  Επίθετο

επεξεργασία

πυρίμαχος, -η, -ο

  • που αντέχει σε μεγάλη θερμοκρασία
    ※  Σύμφωνα με το διεθνές πρότυπο C71 της ASTM (“American Society for Testing and Materials”), πυρίμαχα ονομάζονται τα υλικά, τα οποία φέρουν εκείνες της φυσικοχημικές ιδιότητες οι οποίες τα καθιστούν κατάλληλα για εφαρμογή σε κατασκευές ή ως εξαρτήματα συστημάτων, που εκτίθενται σε θερμοκρασιακές συνθήκες λειτουργίας, άνω των 538°C (Κωνσταντίνος Μπάγκος, Σύνθεση Πυρίμαχων υλικών χρωμίτη-σπινελίου με τη μέθοδο της στερεάς καύσης (S.H.S.), διπλωματική εργασία, ΑΠΘ - ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος, Σεπτ. 2015, σελ. 12 [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία