Ετυμολογία

επεξεργασία
εἰσρέω < εἰς + ῥέω

εἰσρέω

  1. εισρέω, χύνομαι μέσα σε κάτι
    • ἀμφοτέροις τῆς διώρυγος κλεῖθρα οἷς ταμιεύουσιν οἱ ἀρχιτέκτονες τό τε εἰσρέον ὕδωρ καὶ τὸ ἐκρέον (Στράβων, Γεωγραφία, 17.1)
  2. εισρέω με τη μεταφορική έννοια και όχι μόνον για υγρά, εισέρχομαι, εισάγομαι με κάποια μορφή ροής όμως
    • Ἄγιδος δὲ βασιλεύοντος εἰσερρύη νόμισμα πρῶτον εἰς τὴν Σπάρτην, καὶ μετὰ τοῦ νομίσματος πλεονεξία καὶ πλούτου ζῆλος : αλλά κατά τη βασιλεία του Άγιδος πρωτοεισήχθη στη Σπάρτη το χρήμα και με αυτό η πλεονεξία και η επιθυμία για τον πλούτο (Πλούταρχος, Λυκούργος, 30)
    • ἔρως δέ ἐκλήθη, ὅτι εἰσρεῖ ἔξωθεν καὶ οὐκ οἰκεία ἐστὶν ἡ ῥοὴ : ο έρωτας δε ονομάστηκε έτσι επειδή εισρέει από έξω και η ροή δεν είναι εσωτερική/εγγενής (Πλάτωβ, Κρατύλος, 420α)

Συγγενικά

επεξεργασία