εἰσροή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | εἰσροή | αἱ | εἰσροαί |
γενική | τῆς | εἰσροῆς | τῶν | εἰσροῶν |
δοτική | τῇ | εἰσροῇ | ταῖς | εἰσροαῖς |
αιτιατική | τὴν | εἰσροήν | τὰς | εἰσροᾱ́ς |
κλητική ὦ! | εἰσροή | εἰσροαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰσροᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εἰσροαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεἰσροή θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τις λέξεις εἰς και ῥέω
Πηγές
επεξεργασία- εἰσροή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἰσροή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.