Δείτε επίσης: εισροή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εἰσροή αἱ εἰσροαί
      γενική τῆς εἰσροῆς τῶν εἰσροῶν
      δοτική τῇ εἰσρο ταῖς εἰσροαῖς
    αιτιατική τὴν εἰσροήν τὰς εἰσροᾱ́ς
     κλητική ! εἰσροή εἰσροαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἰσροᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  εἰσροαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εἰσροή < αρχαία ελληνική εἰσρέω < εἰς + ῥέω. Μορφολογικά αναλύεται σε εἰσ- + ῥοή.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εἰσροή θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις εἰς και ῥέω