Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ῥευματικός < ῥεῦμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ῥευματικός

  1. ο σχετικός με μια έκκριση
  2. σχετικός με νόσημα που έχει εκκρίσεις

Συγγενικά επεξεργασία