Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑπορρέω < ὑπό + ῥέω

ὑπορρέω

  1. ρέω υπογείως ή κάτω από κάτι άλλο
    ἀλλὰ πηγὴ μέν ἡδίστου νάματος ὑπορρεῖ παρὰ τὸν κρημνόν
  2. κινούμαι μυστικά, ύποπτα, δόλια, ύπουλα, υφέρπω, μετακινούμαι χωρίς να με αντιληφθούν
    παρανομία ...οὐδὲ γὰρ ἐργάζεται, ἔφη, ἄλλο γε ἢ κατὰ σμικρὸν εἰσοικισαμένη ἠρέμα ὑπορρεῖ πρὸς τὰ ἤθη τε καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα
  3. κυλάω και χάνομαι
    ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου
  4. το σκάω
  5. πέφτω στο επίπεδο κάποιου κατώτερου
  6. φιλτράρω

Συγγενικά

επεξεργασία