ὑπορρέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαὑπορρέω
- ρέω υπογείως ή κάτω από κάτι άλλο
- ἀλλὰ πηγὴ μέν ἡδίστου νάματος ὑπορρεῖ παρὰ τὸν κρημνόν
- κινούμαι μυστικά, ύποπτα, δόλια, ύπουλα, υφέρπω, μετακινούμαι χωρίς να με αντιληφθούν
- παρανομία ...οὐδὲ γὰρ ἐργάζεται, ἔφη, ἄλλο γε ἢ κατὰ σμικρὸν εἰσοικισαμένη ἠρέμα ὑπορρεῖ πρὸς τὰ ἤθη τε καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα
- κυλάω και χάνομαι
- ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου
- το σκάω
- πέφτω στο επίπεδο κάποιου κατώτερου
- φιλτράρω