Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: παραθεμάτων.



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ῥεῖθρον τὰ ῥεῖθρ
      γενική τοῦ ῥείθρου τῶν ῥείθρων
      δοτική τῷ ῥείθρ τοῖς ῥείθροις
    αιτιατική τὸ ῥεῖθρον τὰ ῥεῖθρ
     κλητική ! ῥεῖθρον ῥεῖθρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥείθρω
γεν-δοτ τοῖν  ῥείθροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ῥεῖθρον < ῥέω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ῥεῖθρον ουδέτερο & (ιωνικό) ῥέεθρον

  1. ό,τι ρέει: ποτάμι, ρέμα, ρείθρο, ρυάκι
    ποταμοῖο ῥέεθρα / Ὠκεανοῦ (Όμηρος, Ιλιάδα, 245-246)
    ἐκτρέψασα τοῦ ποταμοῦ τὸ ῥέεθρον πᾶν ἐς τὸ ὤρυσσε χωρίον (Ηρόδοτος, 1, 186)
    ῥέεθρον ἁγνοῦ Στρυμόνος (Αισχύλος, Πέρσες, 497)
  2. ο πυθμένας ή η κοίτη του ποταμού
    ταύτῃ κατὰ τὴν διώρυχα ἐκτραπόμενος ἐκ τῶν ἀρχαίων ῥεέθρων (Ηρόδοτος, 1, 75)
    δι᾽ ὧν νῦν ῥέει ῥεέθρων (Ηρόδοτος, 7, 130)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία