Ηρόδοτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ηρόδοτος | οι | Ηρόδοτοι |
γενική | του | Ηρόδοτου & Ηροδότου |
των | Ηρόδοτων & Ηροδότων |
αιτιατική | τον | Ηρόδοτο | τους | Ηρόδοτους & Ηροδότους |
κλητική | Ηρόδοτε | Ηρόδοτοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ηρόδοτος < αρχαία ελληνική Ἡρόδοτος < Ἥρα και δοτός, που έχει δοθεί, διαλεχτεί από την Ήρα.
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΗρόδοτος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Ηρόδοτος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ηρόδοτος
|