Στρυμών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
Στρῡμων-, Στρῡμον- | ||||
ονομαστική | ὁ | Στρυμών | ||
γενική | τοῦ | Στρυμόνος | ||
δοτική | τῷ | Στρυμόνῐ | ||
αιτιατική | τὸν | Στρυμόνᾰ | ||
κλητική ὦ! | Στρυμών | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Στρυμών (< θρακικά ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *srew- (ρέω)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτρυμών, -όνος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Στρυμών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Στρυμών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.