θρακικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | θρακικά | ||
γενική | των | θρακικών | ||
αιτιατική | τα | θρακικά | ||
κλητική | θρακικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- θρακικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θρακικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θρακικά ουδέτερο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) εξαφανισμένη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα των Θρακών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
θρακικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θρακικό, ουδέτερο του θρακικός