Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
Στρυμονικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Κύριο όνομα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Στρυμονικός
<
εννοείται
κόλπος
,
→
δείτε
τη
λέξη
στρυμονικός
<
Στρυμόνας
+
-ικός
<
αρχαία ελληνική
Στρυμών
(<
θρακικά
) <
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα
*
srew- (
ρέω
)
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Στρυμονικός
αρσενικό
ο
Στρυμονικός Κόλπος
,
κόλπος
της Βόρειας
Ελλάδας
, στον οποίον
εκβάλλει
ο
ποταμός
Στρυμόνας
Συνώνυμα
επεξεργασία
κόλπος Ορφανού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Στρυμονικός