Στρυμονικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Στρυμονικός < εννοείται κόλπος, → δείτε τη λέξη στρυμονικός < Στρυμόνας + -ικός < αρχαία ελληνική Στρυμών (< θρακικά ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *srew- (ρέω)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτρυμονικός αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασία- κόλπος Ορφανού
Μεταφράσεις
επεξεργασία Στρυμονικός
|