Ετυμολογία

επεξεργασία
περικαταρρέω < περί + κατά + ῥέω

περικαταρρέω

  1. γκρεμίζομαι σε ερείπια
    • καὶ τὰ τείχη περικαταρρέοντα
    • καθάπερ οἱ σπάλακες οὐδὲν ἄλλο ἢ ἐσθίοντες ἐν σκότῳ διαιτᾶσθε, περικαταρρέοντες τῇ φθορᾷ.


Συγγενικά

επεξεργασία