Δείτε επίσης: ῥῦμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ῥύμᾰ τὰ ῥύμᾰτ
      γενική τοῦ ῥύμᾰτος τῶν ῥυμᾰ́των
      δοτική τῷ ῥύμᾰτ τοῖς ῥύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ῥύμᾰ τὰ ῥύμᾰτ
     κλητική ! ῥύμᾰ ῥύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ῥυμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ῥύμα < θέμα ῥῠ- < ῥέω. Διαφορετικό το ῥῦμα (αυτό που έλκεται) < ἐρύω.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥύμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)