ἀναρρέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀναρρέω πιθανόν ταυτόσημο με το ἀναρρύω
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀνάρρυσις (έλκω κάποιον απο τη θάλασσα, τον σώνω)
Σημειώσεις
επεξεργασία- υπάρχει από παλιά μια σύγχυση με τη λέξη ἀνάρρησις καθώς και με τη μετοχή ἀναρρηθείς, όμως αυτές προέρχονται από θέμα του ἀναγορεύω