Δείτε επίσης: ῥῦσις, ῥῆσις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῥῠσῐ- ῥῠσε-
ονομαστική ῥύσῐς αἱ ῥύσεις
      γενική τῆς ῥύσεως τῶν ῥύσεων
      δοτική τῇ ῥύσει ταῖς ῥύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ῥύσῐν τὰς ῥύσεις
     κλητική ! ῥύσῐ ῥύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥύσει
γεν-δοτ τοῖν  ῥυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥύσις < ῥέω + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥύσις, -εως θηλυκό

  1. ρύση, ροή, ρεύμα
    ⮡  ῥύσις ὕδατος
  2. πλημμυρίδα, σε αντιδιαστολή προς την αμπώτιδα
  3. το να πέφτει κάτι συχνά και μαζικά σαν να κυλάει το νερό, όπως π.χ. όταν δημιουργείται η φαλάκρα
    ⮡  ῥύσις τριχών
  4. (ελληνιστική σημασία , χριστιανικά χρόνια) έκκριση από τα γεννητικά όργανα, πιθανόν να σήμαινε τη γονόρροια
  5. (ελληνιστική σημασία , γεωμετρία) γραμμή
    ⮡  ῥύσιν φασὶν εἶναι οἱ γεωμέτραι τὴν γραμμήν

Σημειώσεις

επεξεργασία