ῥύσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ῥῠσῐ- ῥῠσε- | |||||
ονομαστική | ἡ | ῥύσῐς | αἱ | ῥύσεις | |
γενική | τῆς | ῥύσεως | τῶν | ῥύσεων | |
δοτική | τῇ | ῥύσει | ταῖς | ῥύσεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | ῥύσῐν | τὰς | ῥύσεις | |
κλητική ὦ! | ῥύσῐ | ῥύσεις | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥύσει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥυσέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαῥύσις, -εως θηλυκό
- ρύση, ροή, ρεύμα
- ⮡ ῥύσις ὕδατος
- πλημμυρίδα, σε αντιδιαστολή προς την αμπώτιδα
- το να πέφτει κάτι συχνά και μαζικά σαν να κυλάει το νερό, όπως π.χ. όταν δημιουργείται η φαλάκρα
- ⮡ ῥύσις τριχών
- (ελληνιστική σημασία , χριστιανικά χρόνια) έκκριση από τα γεννητικά όργανα, πιθανόν να σήμαινε τη γονόρροια
- (ελληνιστική σημασία , γεωμετρία) γραμμή
- ⮡ ῥύσιν φασὶν εἶναι οἱ γεωμέτραι τὴν γραμμήν
Σημειώσεις
επεξεργασία- η νεοελληνική ρύση (ροή) < ῥύσις < από το ῥέω θεωρήθηκε ότι είχε το ύψιλον βραχύ και οξυνόταν
- η ῥῦσις (απελευθέρωση) από το ἐρύω θεωρήθηκε ότι είχε το ύψιλον μακρό και έφερε περισπωμένη
Πηγές
επεξεργασία- ῥύσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥύσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.