• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

γονόρροια

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
        • 1.2.1.1 Σύνθετα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γονόρροια οι γονόρροιες
      γενική της γονόρροιας των γονορροιών
    αιτιατική τη γονόρροια τις γονόρροιες
     κλητική γονόρροια γονόρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γονόρροια < (ελληνιστική κοινή) γονόρροια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γονόρροια θηλυκό

  • (ιατρική) η βλεννόρροια

Συγγενικά

επεξεργασία
  • γονορροϊκός
Σύνθετα
επεξεργασία
  • αντιγονορροϊκός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
    γονόρροια
  • → δείτε τη λέξη βλεννόρροια
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=γονόρροια&oldid=5266396"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 03:45

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Ido
    • Malagasy
    • Nederlands
    • Sängö
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 03:45.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας