γονόρροια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γονόρροια < (ελληνιστική κοινή) γονόρροια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγονόρροια θηλυκό
- (ιατρική) η βλεννόρροια
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γονόρροια
|