αντιγονορροϊκός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αντιγονορροϊκός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αντιμετώπιση της γονόρροιας ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γονόρροια
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιγονορροϊκός