↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιβλεννορροιακός η αντιβλεννορροιακή το αντιβλεννορροιακό
      γενική του αντιβλεννορροιακού της αντιβλεννορροιακής του αντιβλεννορροιακού
    αιτιατική τον αντιβλεννορροιακό την αντιβλεννορροιακή το αντιβλεννορροιακό
     κλητική αντιβλεννορροιακέ αντιβλεννορροιακή αντιβλεννορροιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιβλεννορροιακοί οι αντιβλεννορροιακές τα αντιβλεννορροιακά
      γενική των αντιβλεννορροιακών των αντιβλεννορροιακών των αντιβλεννορροιακών
    αιτιατική τους αντιβλεννορροιακούς τις αντιβλεννορροιακές τα αντιβλεννορροιακά
     κλητική αντιβλεννορροιακοί αντιβλεννορροιακές αντιβλεννορροιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιβλεννορροιακός < αντι- + βλεννόρροια + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιβλεννορροιακός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία