αντιβλεννορροιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιβλεννορροιακός < αντι- + βλεννόρροια + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
αντιβλεννορροιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αντιμετώπιση της βλεννόρροιας ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις βλεννόρροια, βλέννα και ρέω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιβλεννορροιακός
|