↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ῥυτόν τὰ ῥυτᾰ́
      γενική τοῦ ῥυτοῦ τῶν ῥυτῶν
      δοτική τῷ ῥυτ τοῖς ῥυτοῖς
    αιτιατική τὸ ῥυτόν τὰ ῥυτᾰ́
     κλητική ! ῥυτόν ῥυτᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥυτώ
γεν-δοτ τοῖν  ῥυτοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥυτόν: ουδέτερο του ῥυτός < ῥέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥυτόν ουδέτερο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ῥυτόν

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του ῥυτός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ῥυτός