Δείτε επίσης: ρητό, ῥυτόν

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ελληνικό ρυτό του 4ου αιώνα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρυτό τα ρυτά
      γενική του ρυτού των ρυτών
    αιτιατική το ρυτό τα ρυτά
     κλητική ρυτό ρυτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρυτό < αρχαία ελληνική ῥυτόν, ουδέτερο του ῥυτός < ῥέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρυτό ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ρέω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία