↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πήγανον τὰ πήγαν
      γενική τοῦ πηγάνου τῶν πηγάνων
      δοτική τῷ πηγάν τοῖς πηγάνοις
    αιτιατική τὸ πήγανον τὰ πήγαν
     κλητική ! πήγανον πήγαν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πηγάνω
γεν-δοτ τοῖν  πηγάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πήγανον < Σύμφωνα με τον Beekes μάλλον έχει προελληνική προέλευση.[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πήγανον, -ου ουδέτερο

  • (φυτό) απήγανος
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ γυναικείης φύσιος, (De natura muliebri), 59, @scaife.perseus
    Ἢν τὰ ἐπιμήνια μὴ γίνηται ἐν τῷ καθεστηκότι χρόνῳ, κράμβης πέταλα καὶ πήγανον τρίψας λεῖα, ἔπειτα ἄχυρα τὰ ἀπὸ τῶν κριθῶν ὅσον χοίνικα βρέξας ὡς ἂν τέγγηται, ἐξαιθρίασον· ἕωθεν δὲ ποιήσας ὅσον κοτύλην, διεῖναι τὴν κράμβην καὶ τὸ πήγανον, ἔλαιον ἐπιχέας καὶ ἀναταράξας, δοῦναι πιεῖν·
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ θάμνους καὶ λαχανώδη, 20.33 @scaife.perseus
    Διὰ τί τὸ πήγανον δυσώδεις τοὺς ἱδρῶτας ποιεῖ, καὶ ἔνια τῶν μύρων;
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 6 @scaife.perseus
    Ἡ δὲ γαλῆ ὅταν ὄφει μάχηται, ἐπεσθίει τὸ πήγανον· πολεμία γὰρ ἡ ὀσμὴ τοῖς ὄφεσιν.
    ※  4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, Περὶ φυτῶν αἰτιῶν, 3.19.2, @scaife.perseus
    καὶ ὁ ῥάφανος δὲ καὶ τὸ πήγανον ἀποσκληρύνονται καὶ ἀποξηραίνονται. κολουσθέντα δὲ καὶ παλιμβλαστῆ γενόμενα μείζω καὶ καλλίω καὶ εὐχυλότερα·
     συνώνυμα: ῥυτόν, ῥυτή, λατινικά ruta

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v.- πήγανον σελ. 1183 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.