απήγανος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απήγανος < μεσαιωνική ελληνική ἀπήγανον < αρχαία ελληνική πήγανον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈpi.ɣa.nos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπήγανος αρσενικό
- (φυτό) αειθαλές πολυετές φυτό (ruta graveolens: ρούτα η βαρύοσμη), με έντονο άρωμα, της οικογένειας των ρουτίδων (Routaceae)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ξορκισμένος με τον απήγανο: για κάτι που δεν το θέλουμε ή το αποφεύγουμε