↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιδερόχορτο τα σιδερόχορτα
      γενική του σιδερόχορτου των σιδερόχορτων
    αιτιατική το σιδερόχορτο τα σιδερόχορτα
     κλητική σιδερόχορτο σιδερόχορτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιδερόχορτο < σιδερό- + χόρτο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.ðeˈɾo.xoɾ.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐δε‐ρό‐χορ‐το

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιδερόχορτο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)