Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντίψυχο τα αντίψυχα
      γενική του αντίψυχου των αντίψυχων
    αιτιατική το αντίψυχο τα αντίψυχα
     κλητική αντίψυχο αντίψυχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντίψυχο < μεσαιωνική ελληνική ἀντίψυχον < (ελληνιστική κοινήἀντίψυχος < ἀντί + αρχαία ελληνική ψυχή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντίψυχο ουδέτερο

  1. κάτι που δίνεται για τη σωτηρία της ψυχής
  2. αντίδοτο
  3. αναψυκτικό, που αναψύχει

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία