ξορκισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξορκισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξορκίζω
Μετοχή
επεξεργασίαξορκισμένος, -η, -ο
- άλλη γραφή του εξορκισμένος, που τον έχουν ξορκίσει
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξορκισμένος αρσενικό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- εξορκίζω & ξορκίζω
- εξορκισμός & ξορκισμός
- εξορκιστής & ξορκιστής & εξορκίστρια & ξορκίστρα
- εξόρκιση
- ξόρκια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξορκισμένος
|